Arnold Schönberg : PIERROT LUNAIRE Op. 21 (1912), Lyrik: Albert Giraud – Μετάφραση στα Ελληνικά

Arnold Schönberg : PIERROT LUNAIRE Op. 21 (1912), Lyrik: Albert Giraud
Άρνολντ Σαίνμπεργκ : Φεγγαρίσιος Πιερότος Op. 21 (1912), ποίηση: Αλμπέρ Ζιρώ
Übersetzung aus Deutsche Übersetzung von Otto Erich Hartleben nach Griechisch / Translation from German translation of Otto Erich Hartleben to Greek : Vasilis Tsiatsianis / Μετάφραση από τη Γερμανική μετάφραση του Otto Erich Hartleben στα Ελληνικά, Βασίλης Τσιατσιάνης

1. Mondestrunken

Den Wein, den man mit Augen trinkt,
Gießt Nachts der Mond in Wogen nieder,
Und eine Springflut überschwemmt
Den stillen Horizont.

Gelüste, schauerlich und süß,
Durchschwimmen ohne Zahl die Fluten!
Den Wein, den man mit Augen trinkt,
Gießt Nachts der Mond in Wogen nieder.

Der Dichter, den die Andacht treibt,
Berauscht sich an dem heil’gen Tranke,
Dem Himmel wendet er verzückt
Das Haupt und taumelnd saugt und schlürft er
Den Wein, den man mit Augen trinkt.

1. Φεγγαρόποση

Τον οίνο, αυτόν που τον πίνει κανείς με τα μάτια,
Χύνει το φεγγάρι τις νύχτες σε κύματα,
Και μία πλημμύρίδα κατακλύει
Τον στάσιμο ορίζοντα.

Επιθυμίες, εφιαλτικές και γλυκές,
Αναρίθμητες πλέουν μέσα στους κατακλυσμούς!
Τον οίνο, αυτόν που τον πίνει κανείς με τα μάτια,
Χύνει το φεγγάρι τις νύχτες σε κύματα.

Ο ποιητής, ο σκλάβος στο καθήκον,
Μεθά από το θεικό ποτό,
Εκστατικά στρέφει στον ουρανό
Το κεφάλι τρεκλίζοντας και τραυλίζει ακατανόητα
Τον οίνο, αυτόν που τον πίνει κανείς με τα μάτια.

2. Colombine

Des Mondlichts bleiche Blüten,
Die weißen Wunderrosen,
Blühn in den Julinächten –
O bräch ich eine nur!

Mein banges Leid zu lindern,
Such ich am dunklen Strome
Des Mondlichts bleiche Blüten,
Die weißen Wunderrosen.

Gestillt wär all mein Sehnen,
Dürft ich so märchenheimlich,
So selig leis – entblättern
Auf deine braunen Haare
Des Mondlichts bleiche Blüten!

2. Κολομπίνα

Τα χλομά άνθη του φεγγαρόφωτος,
Τα λευκά θεσπέσια ρόδα,
Ανθούν τις νύχτες του Ιούλη –
Ώ ,να ξερίζωνα ένα!

Για να καταπραΰνω το πόνο και την αγωνία μου,
Ψάχνω σε σκοτεινά ρεύματα
Τα χλομά άνθη του φεγγαρόφωτος,
Τα λευκά θεσπέσια ρόδα.

Όλες οι λαχτάρες μου θα ησύχαζαν,
Αν μπορούσα έτσι τόσο μυστικά όπως σε παραμύθι,
Τόσο μακάρια ήρεμα – να μαδίσω
Πάνω στα καστανά σου μαλλιά
Τα χλομά άνθη του φεγγαρόφωτος!

3. Der Dandy

Mit einem phantastischen Lichtstrahl
Erleuchtet der Mond die krystallnen Flakons
Auf dem schwarzen, hochheiligen Waschtisch
Des schweigenden Dandys von Bergamo.

In tönender, bronzener Schale
Lacht hell die Fontäne, metallischen Klangs.
Mit einem phantastischen Lichtstrahl
Erleuchtet der Mond die krystallnen Flakons.

Pierrot mit dem wächsernen Antlitz
Steht sinnend und denkt:
wie er heute sich schmink?
Fort schiebt er das Rot und des Orients Grün
Und bemalt sein Gesicht in erhabenem Stil
Mit einem phantastischen Mondstrahl.

3. Ο δανδής

Με μία φαναταστική ακτίνα φωτός
Φωτίζει το φεγγάρι τα κρυστάλλινα μπουκαλάκια
Πάνω στο στον μαύρο, πάνσεπτο νιπτήρα
Του σιωπηλού δανδή από το Μπέργκαμο.

Μέσα σε ηχηρή, χάλκινη λεκάνη
Γελά εγκάρδια η πηγή, του μεταλικού ήχου.
Με μία φαναταστική ακτίνα φωτός
Φωτίζει το φεγγάρι τα κρυστάλλινα μπουκαλάκια .

Ο Πιερότος με το ωχρό σαν κερί πρόσωπο
Στέκεται με στοχαστικό ύφος και σκέφτεται:
Πως να φτιασιδωθεί σήμερα?
Βάζει στην άκρη το κόκκινο και το πράσινο της Ανατολής
Και βάφει το πρόσωπό του θεσπέσια
Με μία φαναταστική ακτίνα φωτός.

4. Eine blasse Wäscherin

Eine blasse Wäscherin
Wäscht zur Nachzeit bleiche Tücher,
Nackte, silberweiße Arme
Steckt sie nieder in die Flut.

Durch die Lichtung schleichen Winde,
Leis bewegen sie den Strom.
Eine blasse Wäscherin
Wäscht zur Nachtzeit bleiche Tücher.

Und die sanfte Magd des Himmels,
Von den Zweigen zart umschmeichelt,
Breitet auf die dunklen Wiesen
Ihre lichtgewobnen Linnen –
Eine blasse Wäscherin.

4. Μια χλομή πλύστρα

Μία χλομή πλύστρα
Πλένει μεσ’ τη νυχτιά ξεβαμμένα πανιά,
Γυμνά, λευκά σαν ασήμι χέρια
Τα βουτάει μέσα στο ρέυμα.

Μέσα από το ξέφωτο μπαίνουν αθόρυβα οι άνεμοι,
Απαλά σείουν το ρεύμα .
Μία χλομή πλύστρα
Πλένει μεσ’ τη νυχτιά ξεβαμμένα πανιά.

Και η άκακη κόρη του ουρανού,
Καθώς την χαιδεύουν απαλά τα κλαδιά,
Απλώνει στα σκοτεινά λειβάδια
Τα πλεγμένα από φως λινά της –
Μία χλομή πλύστρα.

5. Valse de Chopin

Wie ein blasser Tropfen Bluts
Färbt die Lippen einer Kranken,
Also ruht auf diesen Tönen
Ein vernichtungßüchtger Reiz.

Wilder Lust Accorde stören
Der Verzweiflung eisgen Traum –
Wie ein blasser Tropfen Bluts
Färbt die Lippen einer Kranken.

Heiß und jauchzend, süß und schmachtend,
Melancholisch düstrer Walzer,
Kommst mir nimmer aus den Sinnen!
Haftest mir an den Gedanken,
Wie ein blasser Tropfen Bluts!

5. Βαλς του Σοπέν

Σαν μία άχρωμη στάλα αίμα
Χρωματίζει τα χείλη μίας άρρωστης,
Έτσι καραδοκεί σε αυτούς τους τόνους
Μία ακατανίκητη όρεξη για καταστροφή.

Συγχορδίες άγριων απολαύσεων διαταράσουν
Το παγερό όνειρο της απόγνωσης –
Σαν μία άχρωμη στάλα αίμα
Χρωματίζει τα χείλη ενός αρρώστου.

Καυτό και εύθυμο, γλυκό και μαραζωμένο,
Μελανγχολικά σκοτεινό Βαλς,
Δεν μου φεύγεις από τις αισθήσεις!
Είσαι μέσα στις σκέψεις μου,
Σαν μία άχρωμη στάλα αίμα!

6. Madonna

Steig, o Mutter aller Schmerzen,
Auf den Altar meiner Verse!
Blut aus deinen magren Brüsten
Hat des Schwertes Wut vergossen.

Deine ewig frischen Wunden,
Gleichen Augen, rot und offen.
Steig, o Mutter aller Schmerzen,
Auf den Altar meiner Verse!

In den abgezehrten Händen
Hältst du deines Sohnes Leiche,
Ihn zu zeigen aller Menschheit –
Doch der Blick der Menschen meidet
Dich, o Mutter aller Schmerzen!

6. Παναγία

Ανέβα, ώ μητέρα όλων των οδυνών,
Στο ιερό των στίχων μου!
Αίμα από τα μαραζωμένα σου στήθη
Χήθηκε από την πληγή που έκανε το ξίφος.

Οι αιώνια νωπές πληγές σου,
Ομοιάζουν με μάτια, κόκκινα και ανοιχτά.
Ανέβα, ω μητέρα όλων των οδυνών,
Στο ιερό των στίχων μου!

Μέσα σε ατροφικά χέρια
Κρατάς το πτώμα του υιού σου,
Για να τον δείξεις σ’ όλη την ανθρωπότητα –
Κι όμως το βλέμμα των ανθρώπων σ’ αποφεύγει
Εσένα, ώ μητέρα όλων των οδυνών!

7. Der kranke Mond

Du nächtig todeskranker Mond
Dort auf des Himmels schwarzem Pfühl,
Dein Blick, so fiebernd übergroß,
Bannt mich wie fremde Melodie.

An unstillbarem Liebesleid
Stirbst du, an Sehnsucht, tief erstickt,
Du nächtig todeskranker Mond
Dort auf des Himmels schwarzem Pfühl.

Den Liebsten, der im Sinnenrausch
Gedankenlos zur Liebsten geht,
Belustigt deiner Strahlen Spiel –
Dein bleiches, qualgebornes Blut,
Du nächtig todeskranker Mond.

7. Το άρρωστο φεγγάρι

Εσύ νυχτερινό θανάσιμα άρρωστο φεγγάρι
Εκεί στο μαύρο μαξιλάρι του ουρανού,
Το βλέμμα σου, τόσο υπερμεγέθης που προκαλέ πυρετό,
Με γοητεύει σαν ξένη μελωδία.

Από ασίγαστο ερωτικό πάθος
πεθαίνεις, από πόθο, πνιγμένος στα βαθιά,
Εσύ νυχτερινό θανάσιμα άρρωστο φεγγάρι
Εκεί στο μαύρο μαξιλάρι του ουρανού.

Τον εραστή, που σε παραλήρημα αισθήσεων
Χωρίς σκέψη πάει εκεί που ποθεί,
Εμψυχώνει το παιχνίδι με τις ακτίνες σου –
Το χλωμό σου, γεννημένο για βάσανα αίμα,
Εσύ νυχτερινό θανάσιμα άρρωστο φεγγάρι.

8. Nacht

Finstre, schwarze Riesenfalter
Töteten der Sonne Glanz.
Ein geschlossnes Zauberbuch,
Ruht der Horizont – verschwiegen.

Aus dem Qualm verlorner Tiefen
Steigt ein Duft, Erinnrung mordend!
Finstre, schwarze Riesenfalter
Töteten der Sonne Glanz.

Und vom Himmel erdenwärts
Senken sich mit schweren Schwingen
Unsichtbar die Ungetüme
Auf die Menschenherzen nieder . . .
Finstre, schwarze Riesenfalter.

8. Νύχτα

Σκοτεινές, μαύρες γιγάντιες πεταλούδες
Σκότωναν την λάμψη του ήλιου.
Ένα κλειστό βιβλίο με ξόρκια,
Αναπαύεται ο ορίζοντας – σιωπηλός.

Από τις αναθυμιάσεις χαμένων αβύσσων
Ανεβαίνει μία ευωδιά, φονική ανάμνηση!
Σκοτεινές, μαύρες γιγάντιες πεταλούδες
Σκότωναν την λάμψη του ήλιου.

Και από τον ουράνό κατά την γη
Κατεβαίνουν με βαριά φτερά
Αόρατα τα τέρατα
Στις ανθρώπινες καρδιές . . .
Σκοτεινές, μαύρες γιγάντιες πεταλούδες.

9. Gebet an Pierrot

Pierrot! Mein Lachen
Hab ich verlernt!
Das Bild des Glanzes
Zerfloß – Zerfloß!

Schwarz weht die Flagge
Mir nun vom Mast.
Pierrot! Mein Lachen
Hab ich verlernt!

O gib mir wieder,
Roßarzt der Seele,
Schneemann der Lyrik,
Durchlaucht vom Monde,
Pierrot – mein Lachen!

9. Επίκληση στον Πιερότο

Πιερότε! Το γέλιο μου
Το ξέμαθα!
Η εικόνα της λάμψης
Διαλύθηκε – Διαλύθηκε!

Για μένα η σημαία κυματίζει μαύρη
Τώρα από τον ιστό.
Πιερότε! Το γέλιο μου
Το ξέμαθα!

Ώ, δώσε μου ξανά,
Ιατρέ ίππων της ψυχής,
Χιονάνθρωπε της λυρικής ποίησης,
Υψηλότητα του φεγγαριού,
Πιερότε – το γέλιο μου!

10. Raub

Rote, fürstliche Rubine,
Blutge Tropfen alten Ruhmes,
Schlummern in den Totenschreinen,
Drunten in den Grabgewölben.

Nachts, mit seinen Zechkumpanen,
Steigt Pierrot hinab – zu rauben
Rote, fürstliche Rubine,
Blut’ge Tropfen alten Ruhmes.

Doch da – sträuben sich die Haare,
Bleiche Furcht bannt sie am Platze:
Durch die Finsternis – wie Augen! –
Stieren aus den Totenschreinen –
Rote, fürstliche Rubine.

10. Ληστεία

Κόκκινα, αρχοντικά ρουμπίνια,
Ματωμένες στάλες παλιάς δόξας,
Αναπαύονται στα φέρετρα,
Εκεί κάτω στα μνήματα.

Τις Νύχτες, με τους κολλητούς του
Κατεβαίνει ο Πιερότος κάτω – για να ληστέψει
Κόκκινα, αρχοντικά ρουμπίνια,
Ματωμένες στάλες παλιάς δόξας,

Μα να – οι τρίχες σηκώνονται,
χλωμός τρόμος τους καθηλώνει:
Μέσα στο σκοτάδι – σαν μάτια! –
Καρφώνουν το βλέμα από τα φέρετρα –
Κόκκινα, αρχοντικά ρουμπίνια.

11. Rote Messe

Zu grausem Abendmahle,
Beim Blendeglanz des Goldes,
Beim Flackerschein der Kerzen,
Naht dem Altar – Pierrot!

Die Hand, die gottgeweihte,
Zerreißt die Priesterkleider
Zu grausem Abendmahle,
Beim Blendeglanz des Goldes.

Mit segnender Gebärde
Zeigt er den bangen Seelen
Die triefend rote Hostie:
Sein Herz – in blutgen Fingern –
Zu grausem Abendmahle!

11. Κόκκινη λειτουργία

Σε φριχτή θεία κοινωνία,
Υπό την εκτυφλωτική λάμψη του χρυσού,
Υπό το τρεμάμενο φως των κεριών,
Πλησιάζει το θυσιαστήριο – Πιερότε!

Το χέρι, το καθαγιασμένο,
Σχίζει τα άμφια
Σε φριχτή θεία κοινωνία,
Υπό της εκτυφλωτικής λάμψης του χρυσού.

Με μία χειρονομία ευλογίας
Δείχνει στις ψυχές που αγωνιούν
Τον μουλιασμένο κόκκινο Άρτο:
Η καρδιά του – σε ματωμένα δάχτυλα –
Σε φριχτή θεία κοινωνία!

12. Galgenlied

Die dürre Dirne
Mit langem Halse
Wird seine letzte
Geliebte sein.

In seinem Hirne
Steckt wie ein Nagel
Die dürre Dirne
Mit langem Halse.

Schlank wie die Pinie,
Am Hals ein Zöpfchen –
Wollüstig wird sie
Den Schelm umhalsen,
Die dürre Dirne!

12. Τραγούδι της αγχόνης

Η ξερακιανή πόρνη
Με τον μακρύ λαιμό
Θα είναι η τελευταία
Ερωμένη του.

Στο μυαλό του
Καρφωμένο σαν καρφί
Η ξερακιανή πόρνη
Με τον μακρύ λαιμό.

Λεπτή σαν το πεύκο,
Στον λαιμό μια μικρή πλεξούδα –
Με ηδυπάθεια
Αγκαλιάζει τον ταραχοποιό,
Η ξερακιανή πόρνη!

13. Enthauptung

Der Mond, ein blankes Türkenschwert
Auf einem schwarzen Seidenkissen,
Gespenstisch groß – dräut er hinab
Durch schmerzendunkle Nacht.

Pierrot irrt ohne Rast umher
Und starrt empor in Todesängsten
Zum Mond, dem blanken Türkenschwert
Auf einem schwarzen Seidenkissen.

Es schlottern unter ihm die Knie,
Ohnmächtig bricht er jäh zusammen.
Er wähnt: es sause strafend schon
Auf seinen Sünderhals hernieder
Der Mond, das blanke Türkenschwert.

13. Αποκεφαλισμός

Το φεγγάρι, ένα λευκό γιαταγάνι (τούρκικο σπαθί)
Πάνω σε ένα μαύρο μεταξωτό μαξιλάρι,
Υπερφυσικά μεγάλο – απειλεί από ψηλά
Με την μαύρη και γεμάτη πόνο νύχτα.

Ο Πιερότος περιφέρεται νευρικά χωρίς παύση
Και κοιτά θορυβημένος μέσα σε αγωνίες θανάτου
Το φεγγάρι, το μαύρο γιαταγάνι
Πάνω σε ένα μαύρο μεταξωτό μαξιλάρι.

Από κάτω του τρέμουν τα γόνατά του,
Ξαφνικά καταρέει λιπόθυμος.
Είναι σε παραφροσύνη: σφυρίζει ήδη η ποινή
Προς τον αμαρτωλό λαιμό του
Το φεγγάρι, το λευκό γιαταγάνι.

14. Die Kreuze

Heilige Kreuze sind die Verse,
Dran die Dichter stumm verbluten,
Blindgeschlagen von der Geier
Flatterndem Gespensterschwarme!

In den Leibern schwelgten Schwerter,
Prunkend in des Blutes Scharlach!
Heilge Kreuze sind die Verse,
Dran die Dichter stumm verbluten.

Tot das Haupt – erstarrt die Locken –
Fern, verweht der Lärm des Pöbels.
Langsam sinkt die Sonne nieder,
Eine rote Königskrone.
Heilge Kreuze sind die Verse!

14. Οι σταυροί

Άγιοι σταυροί είναι οι στίχοι,
Πάνω στους οποίους οι ποιητές σιωπηλά αιμοραγούν,
Από τυφλό χτύπημα των όρνιων
Σμήνος φτερωτό πνευμάτων!

Στα κορμιά ξίφη να ξεφαντώνουν,
Να χαίρονται στην χλιδή του οστρακιασμένου αίματος!
Άγιοι σταυροί είναι οι στίχοι,
Πάνω στους οποίους οι ποιητές σιωπηλά αιμοραγούν.

Νεκρό το κεφάλι – ξυλιασμένες οι μπούκλες –
Μακριά, χάνεται ο θόρυβος του συφερτού.
Αργά – αργά βασιλεύει ο ήλιος,
Μια κόκκινη βασιλική κορώνα.
Άγιοι σταυροί είναι οι στίχοι.

15. Heimweh

Lieblich klagend – ein kristallnes Seufzen
Aus Italiens alter Pantomime,
Klingts herüber: wie Pierrot so hölzern,
So modern sentimental geworden.

Und es tönt durch seines Herzens Wüste,
Tönt gedämpft durch alle Sinne wieder,
Lieblich klagend – ein kristallnes Seufzen
Aus Italiens alter Pantomime.

Da vergißt Pierrot die Trauermienen!
Durch den bleichen Feuerschein des Mondes,
Durch des Lichtmeers Fluten
schweift die Sehnsucht
Kühn hinauf, empor zum Heimathimmel,
Lieblich klagend – ein kristallnes Seufzen!

15. Νοσταλγία

Σαν γοερό κλάμα – ένας κρυστάλλινος αναστεναγμός
Μιας παλιάς ιταλικής παντομίμας,
Ηχεί από μακριά: πώς έγινε ο Πιερότος τόσο άκαμπτος,
Τόσο μοντέρνα συναισθηματικός.

Και ηχεί μέσω της ερήμου της καρδιάς του,
Ηχεί υπόκωφα ξανά μέσα από όλες τις αισθήσεις,
Σαν γοερό κλάμα – ένας κρυστάλλινος αναστεναγμός
Μιας παλιάς ιταλικής παντομίμας,

Και ο Πιερότος ξεχνά τις θλιμμένες φυσιογνωμίες!
Μέσα από τις χλομές φλόγες του Φεγγαριού,
Μέσα από των ωκεανών φωτός τις πλημμύρες
Περιπλανιέται ο πόθος
Με τόλμη πετάει, πάνω προς τον πάτριο ουρανό,
Σαν γοερό κλάμα – ένας κρυστάλλινος αναστεναγμός!

16. Gemeinheit

In den blanken Kopf Cassanders,
Dessen Schrein die Luft durchzetert,
Bohrt Pierrot mit Heuchlermienen,
Zärtlich – einen Schädelbohrer!

Darauf stopft er mit dem Daumen
Seinen echten türkischen Tabak
In den blanken Kopf Cassanders,
Dessen Schrein die Luft durchzetert!

Dann dreht er ein Rohr von Weichsel
Hinten in die glatte Glatze
Und behäbig schmaucht und pafft er
Seinen echten türkischen Tabak
Aus dem blanken Kopf Cassanders!

16. Προστυχιά

Στο λευκό κεφάλι της Κασσάνδρας,
Που τα ουρλιαχτά της περιπλανώνται στον αέρα,
Κάνει τρύπες ο Πιερότος με υποκρισία,
Γλυκά – μ’ ένα τρυπάνι για κρανία!

Αμέσως μετά στουμπώνει με τον αντίχειρα
Τον αυθεντικό του τούρκικο καπνό
Στο λευκό κεφάλι της Κασσάνδρας,
Ενώ τα ουρλιαχτά της ταξιδεύουν στον αέρα!

Έπειτα βιδώνει έναν σωλήνα από ξύλο κερασιάς
Στο πίσω μέρος της λείας φαλάκρας
Και περισπούδαστα καπνίζει και ξεφυσά
Τον αυθεντικό του τούρκικο καπνό
Μέσ’ απ’ το λευκό κεφάλι της Κασσάνδρας!

17. Parodie

Stricknadeln, blank und blinkend,
In ihrem grauen Haar,
Sitzt die Duenna murmelnd,
Im roten Röckchen da.

Sie wartet in der Laube,
Sie liebt Pierrot mit Schmerzen,
Stricknadeln, blank und blinkend,
In ihrem grauen Haar.

Da plötzlich – horch! – ein Wispern!
Ein Windhauch kichert leise:
Der Mond, der böse Spötter,
Äfft nach mit seinen Strahlen –
Stricknadeln, blink und blank.

17. Παρωδία

Βελόνες πλεξίματος, λευκές και λαμπερές,
Στα γκρίζα μαλλιά της,
Κάθεται εδώ η Ντουέννα μουρμουρίζοντας,
Φορώντας ένα κόκκινο φορεματάκι.

Περιμένει στη σκιά,
Αγαπάει τον Πιερότο και πονάει,
Βελόνες πλεξίματος, λευκές και λαμπερές,
Στα γκρίζα μαλλιά της.

Και ξαφνικά – άκου! – ένας ψίθυρος!
Ένα αεράκι χαχανίζει σιγά:
Το φεγγάρι, κακός είρωνας,
Μιμείται με τις ακτίνες του –
Βελόνες, λαμπερές και λευκές.

18. Der Mondfleck

Einen weißen Fleck des hellen Mondes
Auf dem Rücken seines schwarzen Rockes,
So spaziert Pierrot im lauen Abend,
Aufzusuchen Glück und Abenteuer.

Plötzlich stört ihn was an seinem Anzug.
Er beschaut sich rings und findet richtig –
Einen weißen Fleck des hellen Mondes
Auf dem Rücken seines schwarzen Rockes.

Warte! denkt er: das ist so ein Gipsfleck!
Wischt und wischt, doch bringt ihn nicht herunter
Und so geht er, giftgeschwollen weiter,
Reibt und reibt bis an den frühen Morgen –
Einen weißen Fleck des hellen Mondes.

18. Ο φεγγαρολεκές

Έναν λευκό λεκέ του φωτεινού φεγγαριού
Στη πλάτη του μαύρου πανωφοριού του,
Έτσι περπατά ο Πιερότος το δροσερό απόγευμα,
Ψάχνοντας την ευτυχία και την περιπέτεια.

Ξαφνικά τον ενοχλεί κάτι πάνω στο ρούχο του.
Κοιτά προσεκτικά και το βρίσκει αμέσως –
Έναν λευκό λεκέ του φωτεινού φεγγαριού
Στη πλάτη του μαύρου πανωφοριού του.

Περίμενε! σκέφτεται: αυτός είναι λεκές από γύψο!
Τινάζεται και τινάζεται, αλλά δεν τον βγάζει
Κι έτσι προχωράει, γεμάτος δηλητήριο,
Τρίβει και τρίβει μέχρι το ξημέρωμα –
Έναν λευκό λεκέ του φωτεινού φεγγαριού.

19. Serenade

Mit groteskem Riesenbogen
Kratzt Pierrot auf seiner Bratsche,
Wie der Storch auf einem Beine,
Knipst er trüb ein Pizzicato.

Plötzlich naht Cassander, wütend
Ob des nächt’gen Virtuosen –
Mit groteskem Riesenbogen
Kratzt Pierrot auf seiner Bratsche.

Von sich wirft er jetzt die Bratsche:
Mit der delikaten Linken
Faßt den Kahlkopf er am Kragen –
Träumend spielt er auf der Glatze
Mit groteskem Riesenbogen.

19. Σερενάτα

Με ένα αλλόκοτο τόξο τεραστίων διαστάσεων
Γρατζουνάει ο Πιερότος την Βιόλα του,
Όπως ο πελαργός πάνω στο ένα πόδι,
Τσιμπά με θλίψη μία χορδή (pizzicato).

Ξαφνικά πλησιάζει η Κασσάνδρα, θυμωμένη
Με τον βιρτουόζο που τον πήρε η νύχτα –
Με ένα αλλόκοτο τόξο τεραστίων διαστάσεων
Γρατζουνάει ο Πιερότος την βιόλα του.

Πετάει τώρα μακριά την Βιόλα:
Με το λεπτοκαμωμένο αριστερό
Αρπάζει τον φαλακρό από το κολάρο –
Ονειροπόλα παίζει πάνω στη γυαλιστερή φαλάκρα
Με ένα αλλόκοτο τόξο τεραστίων διαστάσεων.

20. Heimfahrt

Der Mondstrahl ist das Ruder,
Seerose dient als Boot:
Drauf fährt Pierrot gen Süden
Mit gutem Reisewind.

Der Strom summt tiefe Skalen
Und wiegt den leichten Kahn.
Der Mondstrahl ist das Ruder.
Seerose dient als Boot.

Nach Bergamo, zur Heimat,
Kehrt nun Pierrot zurück;
Schwach dämmert schon im Osten
Der grüne Horizont.
Der Mondstrahl ist das Ruder.

20. Επιστροφή

Η φεγγαροακτίνα είναι το κουπί,
Το νούφαρο έγινε βάρκα:
Πάνω της ταξιδεύει ο Πιερότος κατά τον Νότο
Με ούριο άνεμο ταξιδευτή.

Το θαλάσσιο ρεύμα μουρμουρίζει σε χαμηλούς τόνους
Και κουνά το ελαφρύ σκαρί.
Η φεγγαροακτίνα είναι το κουπί.
Το νούφαρο έγινε βάρκα.

Κατά το Μπέργκαμο, προς την πατρίδα,
Επιστρέφει τώρα ο Πιερότος:
Απαλά χαράζει μόλις από την Ανατολή
Ο πράσινος ορίζοντας.
Η φεγγαροακτίνα είναι το κουπί.

21. O alter Duft

O alter Duft aus Märchenzeit,
Berauschest wieder meine Sinne!
Ein närrisch Heer von Schelmerein
Durchschwirrt die leichte Luft.

Ein glückhaft Wünschen macht mich froh
Nach Freuden, die ich lang verachtet
O alter Duft aus Märchenzeit,
Berauschest wieder mich!

All meinen Unmut gab ich preis;
Aus meinem sonnumrahmten Fenster
Beschau ich frei die liebe Welt
Und träum hinaus in selge Weiten . . .
O alter Duft – aus Märchenzeit!

21. Ω, αρχαίο άρωμα

Ω, αρχαίο άρωμα από την εποχή των μύθων,
Μέθυσες πάλι τις αισθήσεις μου!
Ένας άχρειος στρατός από ταλαιπωρίες
Στροβιλίζει τον λεπτό αέρα.

Μία μικρή ευχή για τύχη με κάνει ευτυχισμένο
Για Χαρές, που είχα για καιρό παραμελήσει
Ω, αρχαίο άρωμα από την εποχή των μύθων,
Με μέθυσες πάλι!

Όλες μου τις φοβίες τις άφησα να φύγουν;
Από το ηλιόφρακτο μου παράθυρο
Θωρώ ελεύθερος τον υπέροχο κόσμο
Και ονειροπολώ πέρα σε μακάριους ορίζοντες . . .
Ω, αρχαίο άρωμα – από την εποχή των μύθων!

Σημείωση του μεταφραστή: Η παρούσα μετάφραση είναι μετάφραση στα ελληνικά της γερμανικής μετάφρασης του Otto Erich Hartleben που με την σειρά της έγινε από τα γαλλικά. Η ελληνική μετάφραση έγινε με σκοπό να παρέχει ένα εργαλείο σε αυτούς που θέλουν να μελετήσουν μουσικά τον “Pierrot Lunaire” του Schönberg. Γι’ αυτόν τον λόγο έχω προτιμήσει πολύ συχνά αντί να αποδώσω την γερμανική μετάφραση κάπως πιο ελεύθερα, πράγμα που θα πρόσδιδε πιθανόν ένα πιο φυσικό αποτέλεσμα στα ελληνικά, να την αποδώσω τελικά πιο αυστηρά και όσο το δυνατόν πιο πιστά στο γερμανικό κείμενο. Έτσι μπορεί να απογοητεύσω κάπως αυτούς που θα θέλανε να απολαύσουν την ποίηση του κειμένου αλλά πιστεύω να μπορέσω να παράσχω ένα πολύτιμο βοήθημα σ’ εκείνον τον οποίο θα ήθελε να μελετήσει το έργο πιο αναλυτικά.